Το χρώμα εξαρτάται άμεσα από το είδος τής φωτιστικής πηγής και τη χρωματική θερμοκρασία που έχει το φως που εκπέμπει. Αλλιώς φαίνεται ένα χρώμα που φωτίζεται από τον ήλιο κι αλλιώς όταν φωτίζεται από μία οικιακή λάμπα πυρρακτώ­σεως. Οι άνθρωποι δεν αντιλαμβάνονται τη διαφορά αυτή, γιατί τα μάτια τους έχουν μάθει να προσαρμόζονται αυτό­­ματα και να απο­δίδουν σωστά τα χρώματα κάτω από διαφορετικές φωτι­στικές συνθήκες.

Με τις ψηφια­κές φωτογραφικές μηχανές όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο. Προκειμένου να αποδώσουν σωστά τα χρώματα μίας εικόνας, οι φωτογραφικές μηχανές αναζητούν κι ορίζουν το χρώμα εκείνο που κατά την εκτίμησή τους είναι λευκό. Εάν μια μηχανή μπορεί να αναπαράγει με ακρίβεια το λευκό χρώμα, θα αποδώ­σει σωστά και όλα τα υπόλοιπα. Η δι­αδικασία αυτή ονομάζεται εξισορ­ρόπηση λευκού (white balance). Πρόκειται στην πραγματικό­τητα για μία λειτουργία καθοριστικής σημασίας, αφού από αυτήν εξαρτά­ται, κατά ένα μεγάλο μέρος, η ακρίβει­α της αναπαραγωγής των χρωμά­των στη φωτογραφία.

 

Φωτογραφία: Ιωάννης Ζορμπάς

 

Η εξισορ­ρό­πη­­ση λευκού μπορεί να ρυθμιστεί με τρεις τρόπους: αυτόματα, χειροκί­νητα και βάσει προ­καθορισμέ­νων τιμών. Κατά τη χειροκίνητη ρύθμιση, ο χρήστης καλείται να στρέψει τη μη­χανή και να καδράρει μία επιφάνεια λευκού ή μέσου γκρι χρώματος. Αφού πατήσει το πλήκτρο απελευθέρωσης κλείστρου, η μηχανή “διαβάζει” τη συγκεκριμένη τιμή και την αναπαρά­γει για όλες τις επόμενες εικόνες μέ­χρις ότου απενεργοποιηθεί η χει­ρο­κίνητη ρύθμιση λευκού.

Η εξισορρόπηση λευκού είναι μία λειτουργία που αφορά τα αρχεία JPEG και TIFF, καθώς στα αρχεία RAW η ρύθμιση της ακρίβειας των χρωμάτων μπορεί να πραγματο­ποιη­θεί μετά τη λήψη, κατά τη διάρκεια επεξεργασίας στον υπολογιστή (post-process). Περισσότερα σχετικά με τις ιδιότητες κάθε τύπου αρχείου μπορείτε να διαβάσετε στο αντίστοιχο άρθρο.

 

Επιλογή ρυθμίσεων

Οι περισσότεροι ερασιτέχνες φωτογρά­φοι επιλέγουν να αφήνουν την ισορ­ροπία λευκού στην αυτόματη λει­­τουρ­γία. Η αυτόματη εξισορρόπηση λευκού εξισορροπεί, ως επί το πλεί­στον, τη σωστή απόδοση των πραγμα­τικών χρωμάτων. Αυτό φαντάζει ιδα­­νικό για τη συντριπτική πλειοψηφία των λήψε­ων. Ειδικά σε εξωτερικές φωτογραφή­σεις και λήψεις τοπίων, η ακριβής ανα­­παραγωγή των χρωμά­των είναι σημα­­ντική παράμετρος για μία πετυ­χη­μένη εικόνα.

 

Φωτογραφία: Μιχάλης Πατάκος

 

Κάποιες φορές όμως, η συνειδητά εσφαλμένη επιλογή της εξι­σορρό­πη­σης λευκού, όχι μόνο δε λειτουργεί αρνητικά, αλλά ενισχύει κιόλας τον δυναμισμό και την ατμό­σφαιρα στην εικόνα. Ένα κλασσικό παράδει­γ­μα είναι η φωτογράφηση ηλιοβασιλέ­μα­τος. Ως γνωστόν, εκείνη την ώρα, η χρωματική θερμοκρασία είναι πολύ χαμηλότερη απ’ ό,τι κατά τη διάρ­κεια της υπόλοιπης μέρας. Με την αυτόματη εξισορρόπηση λευ­κού, η μηχανή εξισώνει αυτόματα τη διαφορά, προ­σπαθώντας να αποδώσει όσο το δυ­νατόν πιο αληθοφανή χρώ­ματα.

Το αποτέλεσμα αυτής της προ­σπάθειας είναι η δημιουργία μίας χρω­ματικά σωστής, αλλά άτο­νης εικόνας. Αντί­θετα, εάν η εξισορρόπηση λευκού ρυθμιστεί στην προκαθορισμένη τιμή daylight (ημερή­σιο φως), η τελική φω­τογραφία θα είναι ασύγκριτα πιο εντυπωσιακή, με τους θερμούς τό­νους να απογειώνουν την ατμό­σφαι­ρα και τον δυναμισμό της εικόνας. 

 

Φωτογραφία: Γιώργος Μασχαλίδης

 

Ένα άλλο παρά­δειγμα θα μπορούσε να είναι η φωτο­γράφηση ενός χιονι­σμέ­νου τοπίου. Εκεί, η αυτόματη εξι­σορ­ρόπηση λευκού θα έδινε ου­δέ­τερο αποτέλεσμα, με μία ρύθμιση που θα εξίσωνε την πολύ υψηλή χρωμα­τική θερμοκρασία της συγκε­κριμένης σκη­νής. Αντίθετα, η ρύθμιση του λευ­κού στην τιμή tun­gsten (για λήψη με λα­μπτήρα πυρρακτώσε­ως) θα συνε­παγόταν τη δημιουργία μίας εικόνας με ιδιαίτερα έντονους μπλε τόνους, κάτι που θα ενίσχυε την αίσθηση του ψύ­χους.